ἐμφόρβιον

ἐμφόρβιον
ἐμφόρβιος
eating away
masc/fem acc sg
ἐμφόρβιος
eating away
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εμφόρβιος — ἐμφόρβιος, ον (Α) 1. αυτός που κατατρώει, καταναλώνει, απομαραίνει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐμφόρβιον τέλος που καταβαλλόταν για τη νομή, τη βοσκή …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”